μαϊνάρω

μαϊνάρω
1. αφήνω ελεύθερο το σχοινί, χαλαρώνω
2. κοπάζω, γαληνεύω («μαϊνάρισε ο αέρας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. mainar «χαλαρώνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαϊνάρω — μαϊνάρω, μαϊνάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαϊνάρω — (λ. ιταλ.), μαΐναρα και μαϊνάρισα (προστ. μάινα και μαϊνάρισε), μαϊναρισμένος 1. μτβ. (ναυτ.), χαλαρώνω, αφήνω κάτι ελεύθερο, κατεβάζω: Μαϊνάρισαν τα πανιά μέχρι να περάσει η τρικυμία. 2. αμτβ., καλμάρω, γαληνεύω, κοπάζω: Μαϊνάρισε ο αέρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαϊνάριστος — η, ο [μαϊνάρω] 1. (για πανιά πλοίου ή για σημαίες) αυτός που δεν μαζεύτηκε, δεν κατεβάστηκε, δεν διπλώθηκε 2. αυτός που δεν καταπραΰνθηκε, ακαλμάριστος …   Dictionary of Greek

  • μαϊνάρισμα — το [μαϊνάρω] 1. κατέβασμα, καταβίβαση, υποστολή 2. κατευνασμός, καταπράυνση, καθησύχαση …   Dictionary of Greek

  • υποστέλλω — υπόστειλα και υπέστειλα 1. κατεβάζω, φέρνω κάτω, μαζεύω, μαϊνάρω (κυρ. για πανιά πλοίων, σημαίες κτό.): Με τον εθνικό ύμνο υποστέλλουν τη σημαία. 2. μτφ., περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω: Να υποσταλεί η ταχύτητα του πλοίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”